- ἀθυρόγλωσσος
- ἀθυρόγλωττοςone that cannot keep his mouth shutmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αθύρω — ἀθύρω (Α) 1. παίζω, διασκεδάζω 2. αστειεύομαι, παίζω 3. παίζω κάποιο όργανο 4. ψάλλω, τραγουδώ, υμνώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται πιθ. στην ΙΕ ρίζα *dhwer που σήμαινε «ορμώ, περιδινώ». Το ελλην. ἀθῡρω σχηματίζεται από τη μηδενισμένη βαθμίδα τής ρίζας… … Dictionary of Greek
υπομόχθηρος — ον, ΜΑ [μοχθηρός] αυτός που βρίσκεται σε κάπως άσχημη κατάσταση («ἄγαλμα ὑπομόχθηρον καὶ κίβδηλον», Ευστ.) αρχ. (κατά τον Πολυδ.) «ὁ ἀθυρόγλωσσος παρ Εὐριπίδῃ» … Dictionary of Greek